Ἡ Ἀθηνᾶ στεκόταν ἀπέναντι στὸν Ὀδυσσέα φωτισμένη ἀπὸ ἕνα φῶς ποὺ δὲν ἀνῆκε στὴ γῆ.
Τὸ βλέμμα της καθαρό, διαυγὲς σὰν πρωινὸ νερό, μὰ πίσω του ἔκρυβε τὴ σοφία αἰώνων.
Μόλις εἶχε μιλήσει στὸν Ὀδυσσέα, χαρίζοντάς του λόγια πιὸ κοφτερὰ κι ἀπὸ τὸ ξίφος του καὶ σχέδιο πιὸ ἀόρατο κι ἀπὸ τὴ σκιά.
Ἡ φωνή της δὲν ἦταν δυνατὴ — κι ὅμως, κάθε της λέξη χαρασσόταν στὴ μνήμη τοῦ ἥρωα σὰν σφραγῖδα θεϊκή.
Ἔπειτα, σωπαίνει. Τὸν κοιτάζει ὅπως ἡ δασκάλα κοιτάζει τὸν μαθητὴ ποὺ πρέπει πιὰ νὰ σταθεῖ μόνος του.
Στὸ βλέμμα της δὲν ὑπάρχει οἶκτος, ἀλλὰ πίστη.
Ξέρει πὼς ὁ Ὀδυσσέας εἶναι παιδὶ τῆς σκέψης της — ἐκεῖνος ποὺ ἡ ἐξυπνάδα του, ἡ ἐπιμονὴ καὶ τὸ δόλο του θυμίζουν τὸ ἴδιο τὸ πνεῦμα της.
Τότε, καθὼς ὁ ἄνεμος ἀγγίζει τὰ μαλλιά της, ἡ μορφή της ἀρχίζει νὰ θαμπώνει.
Τὸ φῶς μαζεύεται γύρω της, γίνεται ἀστραπή, καὶ χάνεται·
ὅμως ὁ Ὀδυσσέας ξέρει πὼς ἡ Θεὰ δὲν ἔφυγε στ’ ἀλήθεια —
μόνο κρύφτηκε μέσα του, στὴ φωνὴ ποὺ θὰ τοῦ θυμίζει πῶς ἡ λογικὴ καὶ ἡ καρδιὰ μποροῦν νὰ βαδίζουν μαζί,
ὅταν τὸ ταξίδι εἶναι μεγάλο κι ὁ ἄνθρωπος μικρός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου